- αδιακλάδωτος
- η , ο [ος , ον ] неразветвлённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιακλάδωτος — η, ο [διακλαδώνω] αυτός που δεν έχει διακλαδώσεις … Dictionary of Greek
αδιακλάδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει διακλαδώσεις: Στο σημείο εκείνο η σιδηροδρομική γραμμή είναι αδιακλάδωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)